- περιειργμένος
- περϊειργμένος , περιέργωencloseperf part mp masc nom sg (attic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σκώλος — Αρχαία πόλη της Βοιωτίας κοντά στον Κιθαιρώνα, όπου σύμφωνα με την ελληνική μυθολογία, εκεί κατασπαράχτηκε από τις Μαινάδες ο βασιλιάς Πενθέας, επειδή είχε περιφρονήσει τη λατρεία του Διόνυσου. * * * (I) ὁ, Α 1. πάσσαλος με οξύ το ένα του άκρο,… … Dictionary of Greek